заплести - ορισμός. Τι είναι το заплести
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι заплести - ορισμός


ЗАПЛЕСТИ      
1. покрыть чем-нибудь вьющимся, оплести.
З. террасу плющом. Хмель заплел изгородь.
2. сплести (волосы) в косу.
заплести      
1. сов. перех. и неперех.
1) перех. Начать плести, перевивать что-л. узкое, длинное.
2) перен. разг. Начать говорить что-л. глупое, несуразное.
2. сов. перех.
см. заплетать.
заплести      
ЗАПЛЕСТ'И, заплету, заплетёшь, прош. вр. заплёл, заплела; заплётший, ·совер., что.
1. ·совер. к заплетать
(преим. женскую косу).
2. Начать плести (·разг. ). Заплетать кружево. Заплетать вздор.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για заплести
1. Сколько, по-вашему, может стоить заплести косичку?
2. - Вагнер посоветовал мне заплести косички, как у него.
3. Например, необходимо было на скорость заплести в косичку длинные веревочки.
4. Фотографироваться они не предлагают, а вот косички заплести - пожалуйста.
5. Нам отдают героев, чтобы мы могли их заплести в наши трюки.
Τι είναι ЗАПЛЕСТИ - ορισμός